Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας θυμούνται ....

                              

Τα Χριστούγεννα των παππούδων μας

Τα παλιά χρόνια περιμέναμε τα Χριστούγεννα με μεγάλη χαρά. Παραμονή σφάζαμε τα γουρουνάκια. Τα παιδιά τραγουδούσαμε τα Χριστούγεννα:

                                                   "Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,

                                                     τώρα Χριστός γεννιέται..."

Βγαίνανε οι νοικοκύρηδες με τα πανεράκια και μας δίνανε χαρούπια, φιρίκια, μανταρίνια, κάστανα...Αν είχανε γουρούνι  κρατούσανε μια σούβλα και μας δίνανε και τρώγαμε κρέας.

Το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία και όταν γυρίζαμε στο σπίτι, ο πατσάς ήταν έτοιμος. Τρώγαμε και όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά. Το βράδυ  μαζευόμασταν γονείς και παιδιά και γλεντούσαμε όλοι  μαζί, με το γραμμόφωνο.

Ύστερα περιμέναμε τον άγιο Βασίλη να μας φέρει τα δώρα και πάλι τραγουδούσαμε την παραμονή. Όταν άλλαζε ο χρόνος πηγαίναμε στη βρύση και παίρναμε το" αμίλητο νερό". Την  Πρωτοχρονιά, χαράματα, πηγαίναμε στα σπίτια και χτυπούσαμε την πόρτα, και με μια βέργα μικρή τους χτυπούσαμε και λέγαμε:

                                                 "σίρβε, σίρβε το σερβί,

                                                   γερό κορμί και δύναμη

                                                   και καλή χρονιά!"

Όταν ερχόταν κάποιος, για το καλό του χρόνου, τον βάζαμε και καθόταν όπως η κλώσα, και πετούσαμε στο εικόνισμα σιτάρι, κριθάρι...Και μετά λέγαμε:

                             "Πολλά πολλά σταράκια,

                                           όπως κάθομαι εγώ

                                                            έτσι να κάτσουν και οι κλώσες..."

Και γλεντούσαμε στα σπίτια μας όλοι μαζί, με γραμμόφωνο ή κανένα βιολί...

                 

                    (κ. Γιάννης Πιστολέλης )

                                                                                                         Ελένη Λογύρου

                                                                                                                     τάξη ΣΤ΄

 

'Εθιμα Χριστουγέννων

 Όλη τη Σαρακοστή νηστεύαμε περιμένοντας τα Χριστούγεννα. Την παραμονή σφάζαμε το γουρούνι, που υπήρχε σε όλα τα σπίτια. Αφού σφάζανε οι άντρες τα γουρούνια και βγάζανε τα εντόσθια, εμείς οι γυναίκες παίρναμε τα έντερα  και τα καθαρίζαμε. Μετά, το βράδυ, κάναμε τη γέμιση με συκώτι, με ρύζι και με πολλά μυρωδικά, και με αυτά γεμίζαμε τα έντερα. Τα βάζαμε μέσα σε μια κατσαρόλα, τα βράζαμε και μετά την εκκλησία ήταν το πρωινό μας. Αυτό το φαγητό λεγότανε "μπάμπω". Αυτό είναι ένα έθιμο που δε γίνεται από όλους τώρα πια.

 

                        (κ. Δημητρούλα Ξερίδου)

                                                                                                                                                                                                                                                       

 

                                                           Έθιμα Πρωτοχρονιάς

Την Πρωτοχρονιά τα χαράματα σηκώνονταν μόνο τ' αγόρια και πήγαιναν στα σπίτια που κοιμόταν ακόμα ο κόσμος, και με μια βεργούλα ψιλή τούς χτυπούσαν σιγανά στην πλάτη λέγοντας:

                                                  "σούρβι, σούρβι το σουρβί

                                                    γερό κορμί, γερό σταυρί

                                                     όλο υγειά και δύναμη

                                                               και του χρόνου..."

Αυτό ήταν ένα παλιό έθιμο.

 

                        (κ. Δημητρούλα Ξερίδου)

                                                                 Δήμητρα Ξερίδου

                                        Ε΄ τάξη

 

Οι φωτιές του Αϊ- Γιαννιού

   Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, από νωρίς μαζεύουν άχυρα από τα χωράφια. Μόλις νυχτώσει, πάνω σε σταυροδρόμι ανάβουν φωτιές. Αγόρια και κορίτσια πηδάν όσο πιο ψηλά μπορούν. Οι νέοι και οι νέες πετούν στη φωτιά τα στεφάνια που είχαν κάνει την Πρωτομαγιά. Αυτό το κάνουν για να παντρευτούν μέσα στο χρόνο.

   Μόλις τελειώσουν οι φωτιές σειρά έχει ο "κλήδονας" : Μέσα σ' ένα μεταλλικό κουτί οι κοπέλες ρίχνουν διάφορα αντικείμενα και προσπαθούν να το κρύψουν, ενώ τα αγόρια τις ακολουθούν. Όταν το κρύψουν , αν το βρούνε τα αγόρια , παίρνουν στην τύχη κάποιο αντικείμενο , και σε όποια ανήκει, αυτή υποτίθεται ότι είναι η τύχη του. Αν πάλι δεν το βρούνε τα αγόρια, τότε, την επόμενη εβδομάδα το ανοίγουν τα κορίτσια και, παίρνοντας αντικείμενα, διαβάζουν στιχάκια.

 

                             (κ. Κάλλιας Ιωάννης)

Φιλιώ Αρβανιτάκη

τάξη ΣΤ΄

 

Τα Χριστούγεννα

   Τα Χριστούγεννα, στα παλιά χρόνια, στο χωριό μας, που λεγόταν Ισπερλί, λέγαν τα κάλαντα όλη την ημέρα. Επίσης, έκαναν και γλυκά, όπως τους λουκουμάδες, που τα παλιά τα χρόνια τους έτρωγαν πολύ: Παίρναν μια λεκανίτσα, έβαζαν μέσα αλεύρι και προζύμι και το ζύμωναν με χλιαρό νερό.

   Την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν μπακλαβάδες και μέσα έβαζαν ένα φλουρί. Όποιος έβρισκε στο κομμάτι του το φλουρί έλεγαν ότι ήταν τυχερός.

   Τα Χριστούγεννα, τα κάλαντα τα λέγανε αλλιώς, όχι όπως τα λένε σήμερα. Τότε τα λέγανε έτσι:

                               Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου

                              Ανοίξτε, δέτε, μάθετε, πως οΧριστός γεννιέται

                              Γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.

                              Το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες

                              Ανοίξτε τα κουτάκια σας, τα κατακλειδωμένα

                              Δώστε μας για τον κόπο μας φλουρί να μη λυπάστε

                              Αν είστε απ΄τους πάμπτωχους, ένα ζευγάρι κότες

                              Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε

                              Ολίγο ύπνο πάρετε, πάλι να σηκωθείτε

                              Στην εκκλησία τρέξετε μ΄όλη την προθυμία

                              Και του Θεού ν΄ακούσετε τη Θεία Λειτουργία.

                  

 

                   (κ. Αθανασία Χατζάρα)          

                                                                                                          Νίκος Χατζάρας

                                                                                                                     τάξη ΣΤ΄

 

Η ιστορία του χωριού

   Το 1920-22, όταν έγινε η ανταλλαγή με τους Τούρκους, οι παππούδες μας και οι γονείς μας φύγανε από την Τουρκία και ήρθανε στην Ελλάδα. Πήγαν σε διάφορα μέρη. Οι δικοί μας διάλεξαν το " Ισπιρλί", έτσι λεγόταν παλιά -τούρκικο όνομα- τώρα το ονομάζουνε Πλαγιάρι.

   Το χωριό μας βρίσκεται στους πρόποδες του Πάικου. Οι κάτοικοι του χωριού περάσανε πολλούς πολέμους. Καταστράφηκε όλο το χωριό κι έγινε στάχτη. Όταν τελειώσανε οι πόλεμοι, το 1949 με 1950 ήρθαμε ξανά και το φτιάξαμε. Ένα ωραίο χωριό, αλλά μικρό, με λίγους κατοίκους. 

   Σήμερα το χωριό μας έχει δυο σούπερ μάρκετ, δυο καφετερίες, ψησταριές, έχει το σχολείο, τον παιδικό σταθμό και την εκκλησία. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, με τα ροδάκινα, με τα καπνά και με άλλες καλλιέργειες.

                                          Παιχνίδια που παίζανε τα παιδιά

   Τότε δεν είχαμε αυτά που υπάρχουν σήμερα. Τα παιχνίδια που παίζαμε παλιά στο χωριό ήτανε το κρυφτό, το τσιλίκι, που το παίζαμε με δυο ξύλα, το τζαμί...Χτενίζαμε τα ζώα και το μαλλί το κάναμε μπάλα και παίζαμε.

                                                Ζυμαρικά, γλυκά και πίτες

   Τα παλιά χρόνια τα ζυμαρικά, τα γλυκά και οι πίτες ήταν όλα χειροποίητα. Το κουσκούσι το κάνανε μέσα σε ξύλινη σκάφη, με γάλα και αβγά. Τα μακαρόνια τα κάνανε με γάλα και αβγά και αλεύρι. Κάνανε το ζυμάρι, το ανοίγανε σε φύλλα και ύστερα το κόβανε με το μαχαίρι σε μικρές λωρίδες.

   Κάνανε κι άλλα πολλά. Κάνανε πίτες με γάλα και τυρί, με τσιγαρίδες...Τσιγαρίδες λέγαμε το λίπος από το γουρούνι, που το βράζαμε μέσα στην κατσαρόλα. Παίρνανε τις τσιγαρίδες και έμενε η λίγδα. Με αυτό το λίπος κάνανε και πολύ ωραίους κουραμπιέδες. Εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσαμε να το αγοράσουμε το λάδι και παντού χρησιμοποιούσαμε το λίπος από το γουρούνι.

 

                               (κ. Γιάννης Πιστολέλης )

                                                                                                  Ελένη Λογύρου

                                                                                                             τάξη ΣΤ΄

 

Τα παιχνίδια των παππούδων μας

   Τα παλιά χρόνια τα παιδιά παίζανε διάφορα και διαφορετικά παιχνίδια από τα σημερινά.

   Ένα από αυτά ήταν το τσιλίκι. Αυτό το παιχνίδι το έπαιζαν με ένα μικρό ξύλο που από τις δύο μεριές ήταν μυτερό. Με ένα άλλο ξύλο, πιο μεγάλο, βαρούσαν στη μια άκρη και όποιος το πήγαινε πιο μακριά ήταν νικητής.

   Άλλο παιχνίδι ήταν η "μακριά γαιδούρα" . Τα παιδιά σκυφτά το ένα μετά το άλλο, κολλημένα, κάναν μια  γραμμή. Άλλα παιδιά, που δεν ήταν στη γραμμή, πηδούσαν, ποιος θα φτάσει πρώτος στην πλάτη του πρώτου. Άμα δεν έφτανε, χωρίς να το θέλουν πέφτανε και έχανε αυτός που πηδούσε.

   Ήταν και τα " βαρελάκια":Κάθονταν όλοι σε απόσταση και σκυμμένοι ο ένας πιο ψηλά από τον άλλο. Ένα παιδί άρχιζε να πηδά από τον έναν στον άλλο. Έβαζε τα χέρια του στην πλάτη του παιδιού και αν τον ακουμπούσε λίγο, έχανε. Άμα δεν έχανε, έμπαινε πρώτος στη σειρά και συνέχιζε ο τελευταίος.

   Ακόμα, ήταν και οι "κούκοι" : Τρεις παίχτες πήγαιναν από μια μεριά και στήνανε " κούκους " (με μεγάλες πέτρες). Σε μεγάλη απόσταση από αυτούς πήγαιναν άλλοι τρεις και κάνανε το ίδιο. Ο κάθε ένας από κάθε ομάδα έπαιρνε τρεις πέτρες και προσπαθούσε να πετύχει τους " κούκους ". Όποιος δεν πετύχαινε τους  "κούκους" πήγαινε στην άλλη ομάδα και έπαιρνε έναν στην πλάτη του. Αν δεν τα κατάφερνε και τον έριχνε στη διαδρομή, τότε έχανε και η ομάδα του.

   Επίσης ήταν και το " τζαμί ". Φτιάχναν με πανιά μια μπάλα κι έπειτα σε ένα χώρο έφτιαχναν ένα κέντρο κι εκεί έβαζαν στρόγγυλες κεραμίδες. Μετά έκαναν δυο ομάδες. Η μια στεκόταν σε κάποια απόσταση (όριο) και η άλλη ομάδα ήταν στις κεραμίδες. Άμα η μπάλα έριχνε τις κεραμίδες, η ομάδα που ήταν εκεί χωριζόταν πάνω και κάτω και η άλλη ομάδα σκορπιζόταν παντού. Η μπάλα πήγαινε από χέρια σε χέρια απ΄ την ομάδα που ήταν στα κεραμίδια. Άμα η μπάλα ακουμπούσε την άλλη ομάδα και τους " έκαιγε ", τότε γινόταν το αντίθετο. Αλλιώς, προσπαθούσαν να στήσουν τα κεραμίδια από το μεγαλύτερο στο μικρότερο και το πιο μικρό το έλεγαν "κούκο". Αφού τα έστηναν όλα και δεν έμενε κανένα, λέγαν τη λέξη "τζάμος". Τότε λέγαν ότι έχουν μία νίκη.

   Βλέπουμε ότι τα παλιά χρόνια τα αγαθά ήταν λιγοστά και τα παιδιά έπρεπε να φτιάχνουν μόνα τους τα παιχνίδια τους και ότι έτσι έπαιζαν και περνούσαν τη μέρα τους τότε.

 

                    (κ. Κάλλιας Ιωάννης)

                                                                                                      Φιλιώ Αρβανιτάκη

                                                                                                                    τάξη ΣΤ΄

 

O "κλήδονας"

   Ένα ωραίο έθιμο έχουμε στις  24 Ιουνίου, στη γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου: Το βράδυ πηδούσαν τις φωτιές και μετά μαζεύονταν τα κορίτσια και βάζανε τον "κλήδονα". Σε ένα μπακίρι με νερό ρίχνανε από ένα προσωπικό αντικείμενο. Στη συνέχεια το κρεμούσαν σε μια κληματαριά και μετά από τρεις μέρες το ανοίγανε. Τότε το άνοιγαν και "τραβούσε" η καθεμιά από ένα αντικείμενο. Κάποια άλλη διάβαζε στιχάκια και γελούσανε.

 

                          (κ. Δημητρούλα Ξερίδου)

                                                                                            Δήμητρα Ξερίδου

                                                                                                             τάξη Ε΄

 

Τα πηγαδάκια

   Στο βουνό Πάικο υπάρχει ένας βράχος που ονομάζεται "πηγαδάκια". Την ονομασία αυτή πήρε επειδή πάνω στο βράχο υπάρχουν βαθουλώματα με διάφορα σχήματα. Στη μέση ακριβώς το ένα έχει σχήμα σταυρού και λένε πως είναι του Χριστού. Ακριβώς δίπλα του είναι το πηγαδάκι του Ιωάννη. Πιο πέρα υπάρχουν τα δυο πηγαδάκια του Πέτρου και του Παύλου, τα οποία συγκοινωνούν υπόγεια. Υπάρχουν και τα πηγαδάκια των άλλων μαθητών, καθώς και του Ιούδα, το οποίο δεν έχει ποτέ νερό, ακόμα και όταν βρέχει. ( Όλα αυτά βέβαια έχουν γίνει από τη διάβρωση του βράχου και ίσως όλα αυτά τα σχήματα να έχουν γίνει τυχαία. )

 

                                              Τα βαφτίσια στα παλιά χρόνια

   Όταν ήταν να βαφτίσουν ένα μωρό, το παίρναν οι συγγενείς με το νουνό ή τη νουνά και το πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ η μητέρα καθόταν στο σπίτι και περίμενε να γυρίσουν και να της πουν το όνομα.

   Τότε λοιπόν , ο νουνός ή η νουνά αποφάσιζαν για το όνομα του παιδιού, ενώ οι γονείς δε γνώριζαν τίποτε γι΄αυτό.

   Όταν τελείωνε το μυστήριο, γυρνούσαν στο σπίτι και η μητέρα τούς περίμενε στην πόρτα. Αφού έκανε τρεις μετάνοιες έπαιρνε το μωρό και άκουγε το όνομα.

                              

                                (κ. Ιωάννης Κάλλιας)

                                                                                                      Φιλιώ Αρβανιτάκη

                                                                                                                  τάξη ΣΤ΄

 

   Αποκριές

   Τα παλιά χρόνια τις πρώτες αποκριές τις γιορτάζαμε με κρέατα, τυριά και αυγά. Όλοι μαζευόμασταν στα σπίτια και γλεντούσαμε. Τα γλέντια ήταν οικογενειακά. Γινόμασταν καρναβάλια φορώντας παλιά ρούχα, βάζαμε και λίγη μπογιά στο πρόσωπο και γυρνούσαμε στα συγγενικά σπίτια. Αυτό γινόταν όλη τη βδομάδα. Αυτή η εβδομάδα λεγόταν Τυρινή γιατί δεν τρώγαμε κρέατα. Αλλά τώρα γίνεται το αντίθετο.

   Τις πρώτες αποκριές συνήθως δεν τις γιορτάζουνε καθόλου. Γιορτάζουν τις δεύτερες αποκριές με γλέντια και χωρούς. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με κρέατα, αυγά, τυριά και άλλα πολλά.

     Οι αρραβωνιασμένοι "γύριζαν χαλβά" : Κρεμούσαν με μια κλωστή ένα στρογγυλό κομμάτι στο ταβάνι του σπιτιού. Το γύριζαν και όποιος το δάγκωνε ήταν για το καλό της χρονιάς.

     Την Καθαροδευτέρα τρώγαμε φασολάδα, ελιές, χαλβά και νηστίσιμα φαγητά γιατί ύστερα από σαράντα μέρες περιμέναμε το Πάσχα.

 

(κ. Γιάννης Πιστολέλης )

                                                                                                  Ελένη Λογύρου

                                                                                                             τάξη ΣΤ΄

 

Έθιμα του Πάσχα

 

             Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, μετά τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ο κόσμος έμενε όλο το βράδυ για να ξενυχτήσει το Χριστό. Μόλις ξημέρωνε για τη Μεγάλη Παρασκευή, βγαίναν τα κορίτσια με τα πανεράκια, για να μαζέψουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Μόλις τον στολίζανε, άρχιζαν να τραγουδούν του Χριστού το τραγούδι : 

Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι και ας το λέμε.

Όποιος το λέει σώζεται, όποιος το ακούει αγιάζει,

κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει.

Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο

Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει

Το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία

Και τα περικοκλάδια του οι Δώδεκα Αποστόλοι

Τα φύλλα οπου πέφτανε ήταν οι Μαρτυράδες

Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του χριστού τα Πάθη.

Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή της ήρθε εξ΄ουρανού και από αρχαγγέλου στόμα:

«Σώνει , Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες ,

Το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε.

Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε

Και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε»

Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε πέφτει, λιποθυμάει,

Σταμνιά νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο,

τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.

Και μόλις εσυνέφερε,

Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει,

Ζητά μαχαίρι να σφαγεί για το Μονογενή της.

Πήρε τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,

το μονοπάτι την έβγαλε στου ουρανού την πόρτα.

Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δε γνωρίζει,

Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ- Γιάννη:

«Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου,

μην είδες τον ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;

«Βλέπεις εκείνον το φτωχό τον παραπονεμένο,

οπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο ιόκας σου και ο διδάσκαλός μου.

«Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια…»

Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φτιάχνει πέντε,

τα δυο να μπουν στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του.

Η Παναγιά πλησίαζε, γλυκά τον ερωτούσε:

«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»

«Τι να σου πω, μανούλα μου, διάφορο δεν έχει.

Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.»

Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι κι ας το λέμε. 

 

                                                                       Φιλιώ Αρβανιτάκη – τάξη ΣΤ΄

 

Αρχική Τα νέα μας Ο τόπος μας Το Σχολείο μας Δραστηριότητες Εκδηλώσεις Επικοινωνία Συνδέσεις Web